- Συνιστά τον γενετικό έλεγχο ατόμων με φαινοτυπικά χαρακτηριστικά ή/και κλινικές εκδηλώσεις, που είτε παραπέμπουν στην ύπαρξη κάποιου γνωστού, εμπεριστατωμένου γενετικού νοσήματος ή συνδρόμου (π.χ. σύνδρομο Down), είτε συνάδουν στην ύπαρξη άτυπης παθολογίας με χαρακτηριστικά γενετικής αιτιολογίας. Αυτού του είδους γενετικής φύσεως παθολογίες εκδηλώνονται ως επί το πλείστον νωρίς στη μεταγεννητική ζωή και για το λόγο αυτό, αφορούν κυρίως νεογνά ή παιδιά που εμφανίζουν συγγενείς ανωμαλίες ή αναπτύσσουν ένα παθολογικό φαινότυπο σύντομα κατά τη διάρκεια πρώιμης νεογνικής ή παιδικής ηλικίας.
- Ανάλογα του εξεταζόμενου παθολογικού φαινοτύπου, επιλέγεται ο πλέον κατάλληλος έλεγχος για την ταυτοποίηση του αιτιοπαθογόνου γενετικού παράγοντα. Ένας τέτοιος έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει μία κυτταρογενετική ανάλυση μικρότερης (συμβατικός καρυότυπος) ή υψηλότερης (μοριακός καρυότυπος) ευκρίνειας, για περιπτώσεις που πιθανολογείται η ύπαρξη χρωμοσωμικών ή υπο-χρωμοσωμικών γενετικών ανωμαλιών, μία γονιδιακή ανάλυση μεμονωμένων ή πολλαπλών γονιδίων, για περιστατικά με κλινική εικόνα σαφούς γενετικού νοσήματος ή συνδρόμου, ή ακόμα μία ευρείας κλίμακας ανάλυση που αφορά ολόκληρο το γονιδίωμα ενός εξεταζόμενου (π.χ. WGS, WES), για περιπτώσεις άτυπης παθολογίας χωρίς σαφή βιβλιογραφική περιγραφή του υπεύθυνου γενετικού παράγοντα.
Συμβατικός καρυότυπος (G-banding).
- Ανάλυση όλων των χρωμοσωμάτων μέσω χρώσης (Giemsa) και παρατήρησης σε οπτικό μικροσκόπιο.
- Έλεγχος ύπαρξης αριθμητικών και δομικών χρωμοσωμικών ανωμαλιών μεγέθους >5-10 Mb.
- Ανάλυση τουλάχιστον 20 μεταφάσεων για εξασφάλιση έγκυρου αποτελέσματος.
- Η ανάλυση καρυότυπου συνίσταται:
i) Σε περιπτώσεις γέννησης νεκρού εμβρύου ή πρώιμου νεογνικού θανάτου όπου η ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών είναι πολύ συχνή. Ο προσδιορισμός της γενετικής ανωμαλίας είναι πολύ σημαντικός για γενετική καθοδήγηση των γονέων σε περίπτωση μελλοντικής κύησης.
ii) Σε νεογνά με διαγνωσμένες συγγενείς ανωμαλίες στα οποία δεν είχε πραγματοποιηθεί προγεννητικός χρωμοσωμικός έλεγχος.
iii) Σε νεογνά-παιδιά στα οποία υπάρχει υποψία ύπαρξης κάποιας γνωστής χρωμοσωμικής ανωμαλίας (π.χ. σύνδρομο Down), βάσει φαινοτυπικών/κλινικών χαρακτηριστικών.
iv) Σε νεογνα-παιδιά στα οποία ο ένας τουλάχιστον γονέας είναι ταυτοποιημένος φορέας γνωστής χρωμοσωμικής ανωμαλίας και στα οποία δεν είχε πραγματοποιηθεί χρωμοσωμικός προγεννητικός έλεγχος.
v) Σε παιδιά με διαγνωσμένες αναπτυξιακές και νοητικές διαταραχές συμπεριλαμβανομένου των διαταραχών που ανήκουν στο αυτιστικό φάσμα.
- Δείγμα: περιφερικό αίμα σε ηπαρίνη.
- Χρόνος απάντησης: 15-20 εργάσιμες ημέρες.
Μοριακός καρυότυπος υψηλής-ανάλυσης (High-resolution array-CGH).
- Έλεγχος του γονιδιώματος μέσω συγκριτικού υβριδισμού με γονιδίωμα-ελέγχου σε μικροσυστοιχίες (microarray) DNA και επακόλουθης ανάλυσης των αποτελεσμάτων μέσω κατάλληλου λογισμικού.
- Έλεγχος ύπαρξης μη-ισοζυγισμένων χρωμοσωμικών ανωμαλιών γενικού μεγέθους >5Mb με επιλεκτική υψηλή ανάλυση σε περιοχές κλινικού ενδιαφέροντος. Αναλυτικά ελέγχονται:
-
-
- Όλες οι αριθμητικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες (π.χ. τρισωμία 13, 18, 21).
- Όλα τα γνωστά μικροελλειπτικά σύνδρομα (π.χ. Di George, Prader-Willi, Angelman).
- Ανισοζυγίες που αφορούν γονίδια και περιοχές που σχετίζονται με 512 γνωστά γενετικά νοσήματα.
- Οποιεσδήποτε μη ισοζυγισμένες δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες στο επίπεδο ανάλυσης της μεθόδου.
- Συνίσταται σε όλες τις περιπτώσεις που κρίνονται κατάλληλες προς διερεύνηση χρωμοσωμικού καρυοτύπου (βλέπε Συμβατικός καρυότυπος) και επιθυμείται μεγαλύτερο επίπεδο ανάλυσης.
- Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, συνίσταται ως πρώτης γραμμής κλινικός διαγνωστικός έλεγχος σε άτομα που παρουσιάζουν αναπτυξιακές διαταραχές.
- Η εφαρμογή του οδηγεί στην ανίχνευσή έως και ≈15% επιπλέον κλινικά σημαντικών ευρημάτων σε άτομα με συγγενείς ανωμαλίες, αναπτυξιακή καθυστέρηση και διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, σε σχέση με το συμβατικό καρυότυπο.
-
- Δείγμα: περιφερικό αίμα σε EDTA.
- Χρόνος απάντησης: 7-10 εργάσιμες ημέρες.
Γονιδιακός έλεγχος.
- Συνιστά τον έλεγχο οποιουδήποτε από τα ≈4.800 γονίδια του ανθρώπου, μεταλλάξεις στα οποία έχουν συνδεθεί εμπεριστατωμένα με την πρόκληση κάποιου φαινοτύπου, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων κληρονομικών νοσημάτων στον άνθρωπο ΟΜΙΜ (τελευταία ενημέρωση 05.04.2023).Ο έλεγχος μπορεί να είναι είτε προληπτικός (προ-συμπτωματικός) είτε καθοδηγούμενος βάσει κλινικών ενδείξεων. Συνήθεις κληρονομικές παθολογικές καταστάσεις που εκδηλώνονται σε βρεφική/παιδική ηλικία αφορούν αιματολογικές διαταραχές, διαταραχές ανοσοποιητικού συστήματος, πυρετογόνα σύνδρομα, μεταβολικά νοσήματα, αναπτυξιακές διαταραχές, νευρολογικές διαταραχές, διαταραχές ακοής & όρασης, συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες, μυοσκελετικές διαταραχές, συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος, ενδοκρινολογικές διαταραχές, πνευμονολογικά νοσήματα.
- Σε περίπτωση κλινικού φαινοτύπου με χαρακτηριστικά αντιπροσωπευτικά ενός συγκεκριμένου γενετικού νοσήματος, πραγματοποιείται στοχευμένος έλεγχος στο γονίδιο ή στα γονίδια που ευθύνονται για την πρόκληση αυτού. Ο έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει είτε ανάλυση συγκεκριμένων μεταλλάξεων (σε περίπτωση πρότερης γνώσης αυτών ή υπαιτιότητας αυτών στην πρόκληση ενός νοσήματος στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων), είτε ανάλυση ολόκληρου του γονιδίου ή των γονιδίων που σχετίζονται με την αιτιοπαθογένεια του διερευνηθέντος νοσήματος, μέσω αλληλούχισης (sequencing) και, όπου είναι απαραίτητο, μέσω συμπληρωματικών τεχνικών (π.χ. MLPA). Παρακάτω, παρατίθενται μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα γενετικών νοσημάτων που εμφανίζουν αυξημένη επίπτωση σε νεογνά/παιδιά:
-
- Νωτιαία μυϊκή ατροφία (SMA): Γενετική νόσος με επίπτωση που κυμαίνεται από 1/8000 έως 1/10000 άτομα, που χαρακτηρίζεται από προοδευτική αδυναμία και εξάντληση των σκελετικών μυών (ατροφία), που επηρεάζει κυρίως τους εγγύς μύες (π.χ. ώμοι, λεκάνη, ανώτερο μέρος ποδιών και χεριών), και προκαλείται από σταδιακή απώλεια (εκφυλισμό) των κινητικών νευρώνων. Ανάλογα της ηλικίας έναρξης των συμπτωμάτων και της βαρύτητας αυτών, αναγνωρίζονται 5 τύποι SMA (type 0, I, II, III, IV), με τον τύπο Ι να αποτελεί τη συχνότερη μορφή της νόσου (50% των περιπτώσεων) με ηλικία εμφάνισης κλινικών σημείων ήδη από τη γέννηση ή τους πρώτους μήνες ζωής και προσδόκιμο ζωής μέχρι την πρώιμη παιδική ηλικία, ακολουθούμενη από τους τύπους ΙΙ (εμφάνιση συμπτωμάτων σε ηλικία 6-12 μηνών και ποικίλο προσδόκιμο ζωής που μπορεί να φθάνει μέχρι το 20 ή 30 έτη) και ΙΙΙ (εμφάνιση συμπτωμάτων σε πρώιμη παιδική ηλικία με φυσιολογικό προσδόκιμο ζωής) και τους τύπους IV (εμφάνιση συμπτωμάτων κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή με φυσιολογικό προσδόκιμο επιβίωσης) και 0 (εμφάνιση κλινικών σημείων προγεννητικά με αδυναμία επιβίωσης πέραν της βρεφικής ηλικίας) να αποτελούν σπάνιες περιπτώσεις. Προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο SMN1, που κληρονομούνται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο, με τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών (95%) να αφορά διαγραφή του εξονίου 7 ή 8. Φορείς μεταλλάξεων στο γονίδιο SMN1 στον Καυκάσιο πληθυσμό απαντώνται με συχνότητα που κυμαίνεται από 1/40 έως 1/60 άτομα. Ο βασικός γενετικός έλεγχος της νόσου SMA αφορά την ανίχνευση ελλείψεων στα εξόνια 7 & 8 του γονιδίου SMN1 με την τεχνική MLPA, ενώ μπορεί να εφαρμοσθεί και συμπληρωματική ανάλυση αλληλούχισης (sequencing) για έλεγχο του 100% των παθογόνων μεταλλάξεων.
- Μυϊκή δυστροφία Duchenne/Becker: Φυλοσύνδετη γενετική νόσος που προσβάλλει κατά κόρον τα άρρενα άτομα σε συχνότητα που κυμαίνεται από 1/3500 έως 1/5000 νεογνά. Χαρακτηρίζεται από προοδευτική αδυναμία και εξάντληση πρωτίστως των σκελετικών μυών (ατροφία), αλλά και του καρδιακού μυ, οδηγώντας σε σημαντικά κινητικά προβλήματα και καρδιομυοπάθεια. Βάσει της βαρύτητας του προκαλούμενου φαινοτύπου, της ηλικίας έναρξης των συμπτωμάτων και του ρυθμού επιδείνωσης τους, διακρίνονται δύο τύποι δυστροφίας, οι επονομαζόμενες Duchenne και Becker, αντίστοιχα. Η δυστροφία Duchenne αποτελεί τη σοβαρότερη μορφή της νόσου που χαρακτηρίζεται από έναρξη μυϊκής αδυναμίας και εμφάνιση καθυστερημένων κινητικών δεξιοτήτων από την πρώιμη παιδική ηλικία, με ραγδαία επιδείνωση που συνήθως οδηγεί σε καθήλωση σε αναπηρικό καροτσάκι μέχρι την εφηβεία, όταν και ξεκινάει και η εκδήλωση καρδιομυοπάθειας που οδηγεί σε ένα προσδόκιμο ζωής μέχρι τα 20 έως 30 έτη. Η δυστροφία Becker αποτελεί μία ηπιότερη εκδοχή της νόσου, με ηλικία έναρξης των συμπτωμάτων κατά την ύστερη παιδική ή εφηβική ηλικία που εξελίσσονται με αργό ρυθμό και οδηγούν σε ένα προσδόκιμο ζωής περί τα 40-50 έτη, ή ακόμα και μεγαλύτερο. Και οι δύο αυτοί τύποι μυϊκής δυστροφίας προκαλούνται από μεταλλάξεις στο γονίδιο DMD, ≈80% των οποίων αφορούν έλλειψη ή διπλασιασμό ενός ή περισσότερων εξονίων του γονιδίου και το υπόλοιπο ≈20% μικρότερης κλίμακας αλλαγές που αφορούν προσθήκη, έλλειψη ή αντικατάσταση ενός ή μερικών νουκλεοτιδίων. Το γονίδιο DMD κωδικοποιεί για την πρωτεΐνη δυστροφίνη, η οποία αποτελεί απαραίτητο δομικό συστατικό των σκελετικών και καρδιακών μυών και μεταλλάξεις που προκαλούν πλήρη
απώλεια λειτουργικής δυστροφίνης οδηγούν σε εκδήλωση δυστροφίας Duchenne, ενώ αυτές που επιτρέπουν μερική διατήρηση λειτουργικής πρωτεΐνης ευθύνονται για τη δυστροφία Becker. Το γονίδιο DMD εδράζεται στο χρωμόσωμα Χ, με αποτέλεσμα οι παθογόνες μεταλλάξεις για δυστροφία Duchenne/Becker να κληρονομούνται με φυλοσύνδετο υπολειπόμενο τρόπο. Ο βασικός γενετικός έλεγχος της νόσου αφορά την ανάλυση του γονιδίου DMD με την τεχνική MLPA για την ανίχνευση ελλείψεων ή διπλασιασμών μεγάλης κλίμακας που αποτελούν την πλειοψηφία (≈80%) των παθογόνων μεταλλάξεων. Ωστόσο, μπορεί να εφαρμοσθεί και συμπληρωματική ανάλυση αλληλούχισης (sequencing) για έλεγχο του 100% των παθογόνων μεταλλάξεων. - Μη-συνδρομική απώλεια ακοής DFNB1: Γενετική νόσος που ευθύνεται για το 26% των περιστατικών απώλειας ακοής σε παιδιά (≈43% των περιστατικών απώλειας ακοής γενετικής αιτιολογίας) με επίπτωση στο γενικό πληθυσμό ≈1/7000 άτομα. Χαρακτηρίζεται από συγγενή, μη-προοδευτική, νευροαισθητηριακή απώλεια ακοής ήπιας έως μεγάλης βαρύτητας. Προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο GJB2, με 85-90% αυτών να αφορούν την έλλειψη ενός μόνο νουκλεοτιδίου (μετάλλαξη c.35delG), οι οποίες κληρονομούνται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο. Η μετάλλαξη c.35delG απαντάται σε φορεία (ετεροζυγωτία) στον ελληνικό πληθυσμό σε ποσοστό 3.5%, γεγονός που ανάγει τον κίνδυνο γέννησης από ένα οποιοδήποτε ζευγάρι στη χώρα μας, παιδιού ομοζυγώτη για την εν λόγω μετάλλαξη και άρα πάσχον από DFNB1, σε ≈1/2500. Ο βασικός γενετικός έλεγχος της νόσου DFNB1 αφορά την ανίχνευση της μετάλλαξης c.35delG με την τεχνική της real-time PCR, ενώ μπορεί να εφαρμοσθεί και ανάλυση πλήρης αλληλούχισης (sequencing) του γονιδίου GJB2 για έλεγχο του 100% των παθογόνων μεταλλάξεων.
- Σύνδρομο εύθραυστου Χ: Φυλοσύνδετη γενετική νόσος που προσβάλει με μεγαλύτερη συχνότητα και βαρύτητα τα άρρενα άτομα (επίπτωση 1/4000 άρρενα και 1/8000 θήλεα). Κλινικά, χαρακτηρίζεται από ένα εύρος αναπτυξιακών προβλημάτων συμπεριλαμβανομένου μαθησιακών δυσκολιών, γνωστικών διαταραχών, ήπιας έως μέτριας νοητικής αναπηρίας, αγχωτικών, υπερδραστήριων και διασπαστικών συμπεριφορών, αυτιστικών στοιχείων και κρίσεων, ενώ διακρίνονται και χαρακτηριστικά φυσικά στοιχεία (π.χ. στενόμακρο προσωπείο, μεγάλα αυτιά, προεξέχον μέτωπο και πηγούνι, ασυνήθιστα εύκαμπτα δάκτυλα, πλατυποδία, μεγάλοι όρχεις στα άρρενα) και υπογονιμότητα (πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια) στις γυναίκες. Προκαλείται από μετάλλαξη τύπου επέκταση τριπλέτας και συγκεκριμένα του τρι-νουκλεοτιδίου CGG στο 5’ UTR του γονιδίου FMR1, όπου ενώ ο φυσιολογικός αριθμός επαναλήψεων κυμαίνεται στις 5-44, άτομα πάσχοντα από σύνδρομο εύθραυστου Χ φέρουν >200 επαναλήψεις που οδηγούν σε επιγονιδιωματική αποσιώπηση της έκφρασης του γονιδίου FMR1 και απώλεια της παραγόμενης πρωτεΐνης, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των νευρωνικών συνάψεων. Άτομα με αριθμό CGG επαναλήψεων 55-200 χαρακτηρίζονται ως φορείς προμετάλλαξης και, παρότι στην πλειονότητα τους είναι ελεύθερα φαινοτύπου, σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να εμφανίσουν μερικά από τα φυσικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου (π.χ. μεγάλα αυτιά), συναισθηματικές διαταραχές (π.χ. άγχος, κατάθλιψη), μαθησιακές δυσκολίες, αυτιστικές συμπεριφορές ή υπογονιμότητα στις γυναίκες, ενώ φέρουν μεγάλο κίνδυνο εξέλιξης της προμετάλλαξης σε πλήρη μετάλλαξη κατά τη μεταβίβαση της στους απογόνους. Ο γενετικός έλεγχος του συνδρόμου εύθραυστου Χ πραγματοποιείται μέσω ανάλυσης του αριθμού επαναλήψεων της τριπλέτας CGG στο 5’ UTR του γονιδίου FMR1 με φθορίζοντα εκλεκτικό πολλαπλασιασμό αλληλουχιών DNA.
- Συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων (CAH): Γενετική νόσος που επηρεάζει τη στεροειδογένεση στα επινεφρίδια, το βιοχημικό μονοπάτι παραγωγής κρίσιμων ορμονών, όπως κορτιζόλη, αλδοστερόνη και φυλετικές ορμόνες (ανδρογόνα-οιστρογόνα). Προκαλείται από ανεπάρκεια ενζύμων που καταλύουν κρίσιμα στάδια της στεροειδογένεσης, με το 95-99% των περιπτώσεων να οφείλεται σε ανεπάρκεια του ενζύμου 21- υδροξυλάση που κωδικοποιείται από το γονίδιο CYP21A2 στο χρωμόσωμα 6, και το υπόλοιπο ποσοστό σε ελλείψεις άλλων ενζύμων (π.χ. 11β-υδροξυλάση, 17α-υδροξυλάση, 17,20-λυάση, 3β-HSD). Βάσει του προκαλούμενου φαινοτύπου, ο οποίος αντιστοίχως αντανακλά το βαθμό ανεπάρκειας του επηρεαζόμενου ενζύμου, διακρίνονται 4 μορφές CAH, εκ των οποίων οι 2 χαρακτηρίζονται ως κλασσικές μορφές με επιμέρους φαινοτύπους την απώλεια άλατος και την απλή αρρενοποίηση και συγκεντρωτική επίπτωση που κυμαίνεται από 1/10000 έως 1/20000 άτομα, ανάλογα τον πληθυσμό, η 1 χαρακτηρίζεται ως μη-κλασσική μορφή CAH και εμφανίζει επίπτωση στον Καυκάσιο πληθυσμό που κυμαίνεται από 1/100 έως 1/1000 άτομα (συχνότητα στον ελληνικό πληθυσμό 1/454) και η τελευταία χαρακτηρίζεται ως απόκρυφη με δύσκολα προσδιοριζόμενη επίπτωση. Η κλασσική CAH με απώλεια άλατος συνιστά το 75% των περιστατικών κλασσικής CAH και την πιο σοβαρή μορφή της νόσου που χαρακτηρίζεται κλινικά από σοβαρή απώλεια άλατος, λόγω απώλειας της ορμόνης αλδοστερόνη, που αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα είναι θνησιγενής στη νεογνική ηλικία, καθώς και παρουσία γεννητικών οργάνων αμφιβόλου φύλου στα θήλεα άτομα, λόγω της υπερεπάρκειας ανδρογόνων. Η κλασσική CAH με απλή αρρενοποίηση, συνιστά το υπόλοιπο 25% των περιστατικών κλασσικής CAH που χαρακτηρίζεται κλινικά από αρρενοποίηση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων σε θήλεα άτομα λόγω υπερανδρογονιαιμίας. Η μη-κλασσική CAH, αν και δεν εμφανίζει απώλεια άλατος και αρρενοποίηση γεννητικών οργάνων, χαρακτηρίζεται κλινικά από στοιχεία υπερανδρογονιαιμίας, που στα θήλεα άτομα εκδηλώνεται ως δασυτριχισμός, υπερβολική ακμή, φαλάκρα ανδρικού-τύπου, ολιγομηνόρροια και υπογονιμότητα. Τέλος, η απόκρυφη μορφή φέρει απλές βιοχημικές ενδείξεις CAH χωρίς την παρουσία κλινικών συμπτωμάτων. Οι διαφορετικές μορφές της CAH προκαλούνται και από διαφορετικής παθογονικότητας μεταλλάξεις στο εμπλεκόμενο γονίδιο, που επηρεάζουν, αντιστοίχως, και το βαθμό λειτουργικότητας του παραγόμενου ενζύμου. Έτσι, στην περίπτωση του γονιδίου CYP21A2, που αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών CAH, μεταλλάξεις που οδηγούν σε πλήρη απώλεια λειτουργικού ενζύμου 21-υδροξυλάση προκαλούν την κλασσική μορφή CAH με απώλεια άλατος, ενώ μεταλλάξεις που διατηρούν ένα μικρό ποσοστό λειτουργικού ενζύμου (<5%) ευθύνονται για την κλασσική CAH με απλή αρρενοποίηση. Στην περίπτωση της μη-κλασσικής CAH υφίστανται μεταλλάξεις που μειώνουν τα επίπεδα λειτουργικής 21-υδροξυλάσης στο 20-60% των φυσιολογικών. Η νόσος CAH κληρονομείται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο, ωστόσο, περιπτώσεις μη κλασσικής CAH μπορεί να προκληθούν και από απλή φορεία (ετεροζυγωτία) μίας υψηλής παθογονικότητας μετάλλαξης και άρα να εμφανίζουν επικρατή κληρονομικότητα για μη-κλασσική CAH και υπολειπόμενη για κλασσική CAH. Η μέση συχνότητα φορέων μεταλλάξεων στο γονίδιο CYP21A2 στην Ελλάδα και στην Κύπρο ανέρχεται στο 10%, γεγονός που ανάγει τον κίνδυνο γέννησης από ένα οποιοδήποτε ζευγάρι στη χώρα μας, παιδιού πάσχον από CAH, σε ≈1/400. Ο βασικός γενετικός έλεγχος της νόσου CAH αφορά την ανίχνευση 12 συγκεκριμένων σημειακών μεταλλάξεων με τη μέθοδο mini-sequencing και μεταλλάξεων τύπου ελλείψεων/διπλασιασμών μεγάλου μεγέθους με τη μέθοδο MLPA στο γονίδιο CYP21A2, που συγκεντρωτικά καλύπτουν το 97% των παθογόνων μεταλλάξεων που συναντώνται στη χώρα μας.
- Σε περιπτώσεις διερεύνησης κλινικών χαρακτηριστικών που συνάδουν με περισσότερα του ενός νοσήματα, αλλά και σε περιπτώσεις άτυπων κλινικών χαρακτηριστικών που δεν εμπίπτουν αποδεδειγμένα σε κάποιο γνωστό νόσημα αλλά εμφανίζουν χαρακτηριστικά γενετικής αιτιολογίας (π.χ. νεογνική/πρώιμη παιδική εμφάνιση, οικογενής κληρονομικότητα), πραγματοποιείται παράλληλη ανάλυση πολλαπλών υποψήφιων γονιδίων, που επιλέγονται βάσει κατάλληλης βιοπληροφορικής και βιβλιογραφικής έρευνας και ο αριθμός τους μπορεί να κυμαίνεται από δεκάδες έως εκατοντάδες ή και χιλιάδες, είτε στα πλαίσια προκαθορισμένων γονιδιακών πάνελ, είτε στα πλαίσια μία ανάλυσης Whole Exome Sequencing (WES) (βλέπε παρακάτω).
- Μία ειδική κατηγορία γενετικών νοσημάτων που εμφανίζουν υψηλή νοσηρότητα και θνησιμότητα κατά τη νεογνική και την παιδική ηλικία είναι τα κληρονομικά μεταβολικά νοσήματα. Πρόκειται για μεταβολικές διαταραχές που προκαλούνται κατά κόρον από μεταλλάξεις σε γονίδια που κωδικοποιούν για ένζυμα που συμμετέχουν σε βασικά βιοχημικά μονοπάτια του οργανισμού, όπως μεταβολισμός των λιπαρών οξέων, των αμινοξέων και των οργανικών οξέων. Η έγκαιρη διάγνωση των περισσοτέρων μεταβολικών νοσημάτων επιτρέπει τη συμπτωματική αντιμετώπιση τους μέσω της εφαρμογής κατάλληλης θεραπείας και της υιοθέτησης ενός κατάλληλου διαιτολογίου. Το εργαστήριο μας μπορεί να παρέχει τον έλεγχο τέτοιου είδους κληρονομικών μεταβολικών νοσημάτων, τόσο σε ένα πρώτο, βιοχημικό επίπεδο ανάλυσης, όσο και σε ένα πιο εμπεριστατωμένο γενετικό επίπεδο ανάλυσης, μέσω των παρακάτω δοκιμασιών:
-
-
- Βιοχημικός έλεγχος: Ελέγχεται η καταλυτική επάρκεια (ποσοτική και λειτουργική) γνωστών μεταβολικώνενζύμων μέσω της τεχνολογίας Tandem MS που σχετίζονται με ≈60 κληρονομικά μεταβολικά νοσήματα μεαθροιστική συχνότητα 1 στα 800 νεογνά (ίδια με αυτή για σύνδρομο Down).
- Γενετικός έλεγχος: Το εργαστήριο μας προσφέρει το Evartia Test, ανάπτυξης και παροχής της εταιρείας MEDICOVER GENETICS, το οποίο ελέγχει 223 γονίδια που σχετίζονται με τις 13 κυριότερες κατηγορίες κληρονομικών μεταβολικών νοσημάτων (3-Methylglutaconic aciduria disorders, Cerebral creatine deficiency, Congenital disorders of glycosylation, Glycine encephalopathy, Glycogen storage diseases, Fatty acid oxidation disorders, Hyperinsulinemic hypoglycemia, Hyperphenylalaninemia, Lysosomal storage disorders, Maple syrup urine disease and DLD deficiency disorders, Methylmalonic aciduria type mut(0), Peroxisomal disorders, Urea cycle disorders).
-

- Το εργαστήριο μας είναι επίσης σε θέση να παρέχει ένα NGS test προκαθορισμένων γονιδίων που σχετίζονται με διαταραχές που επηρεάζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη ενός νεογνού/παιδιού. Πρόκειται για το Oreana Test, ανάπτυξης και παροχής της εταιρείας MEDICOVER GENETICS, το οποίο αναλύει 142 γονίδια που σχετίζονται με 106 γενετικές διαταραχές που επηρεάζουν το μεταβολισμό, το ενδοκρινικό σύστημα, το αναπνευστικό σύστημα, το μυοσκελετικό σύστημα, το ακουστικό σύστημα, το κυκλοφοριακό σύστημα και το ανοσοποιητικό σύστημα. Τα νοσήματα που εξετάζονται από το εν λόγω τεστ, εφόσον ανιχνευθούν εγκαίρως, μπορούν είτε να προληφθούν/θεραπευτούν, είτε να διαχειριστούν με τις κατάλληλες εφαρμογές προκειμένου να μειωθεί η βαρύτητα τους, υπό το πρίσμα μίας καλύτερης πρόγνωσης και καλύτερης ποιότητας ζωής. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου & Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), τέτοιου είδους νοσήματα, που επιδέχονται κατάλληλης διαχείρισης, απαντώνται σε συχνότητα 1 στα 300 νεογέννητα. Το Oreana Test μπορεί να εφαρμοσθεί τόσο προληπτικά σε ασυμπτωματικά νεογνά, βρέφη ή παιδιά, όσο και σε περιπτώσεις με ήδη υπάρχουσα συμπτωματολογία που είναι συμβατή με γενετικό νόσημα.
- Δείγμα: περιφερικό αίμα σε EDTA/κάρτα Guthrie (βιοχημικός έλεγχος), περιφερικό αίμα σε EDTA (ανάλυση μεμονωμένων ή πάνελ γονιδίων), στοματικό επίχρισμα (Evartia Test, Oreana Test).
- Χρόνος απάντησης: 5-7 εργάσιμες ημέρες (βιοχημικός έλεγχος), 10-15 εργάσιμες ημέρες (γνωστή μετάλλαξη), 15-20 εργάσιμες ημέρες (Oreana Test), 20-25 εργάσιμες ημέρες (sequencing γονιδίου/-ίων), 30-40 εργάσιμες ημέρες (πάνελ πολλαπλών γονιδίων – WES).
Γονιδιωματικός έλεγχος.
- Συνιστά την εφαρμογή μεθόδων μαζικής ανάλυσης του γονιδιώματος με σκοπό τον εντοπισμό γενετικών παραγόντων που μπορεί να ευθύνονται για την πρόκληση ενός παθολογικού φαινοτύπου. Εφαρμόζεται κυρίως, είτε στην αγνωστική διερεύνηση περιστατικών υψηλής σοβαρότητας και ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης (π.χ. βαρέως ασθενούντα νεογνά), είτε σε περιπτώσεις που υφίστανται σπάνια ή άτυπα κλινικά χαρακτηριστικά, που δε μπορούν να κατευθύνουν για την εφαρμογή στοχευμένων γονιδιακών αναλύσεων.
- Οι δύο κυριότερες αναλύσεις γενωμικού ελέγχου που εφαρμόζονται στην κλινική πράξη είναι:
-
-
- Whole Exome Sequencing (WES): Ανάλυση μέσω NGS αλληλούχισης των κωδικοποιουσών περιοχών (εξονίων, n≈000) όλων των πυρηνικών γονιδίων (n≈22.000) του ανθρώπινου γονιδιώματος (30-40 x 106 βάσεις). Επιτρέπει την ανίχνευση μεταλλάξεων που επηρεάζουν το μέρος του χρωμοσωμικού γονιδιώματος (1-2%) που κωδικοποιεί για πρωτεΐνες.
- Whole Genome Sequencing (WGS): Ανάλυση μέσω NGS αλληλούχισης ολόκληρου του ανθρώπινου γονιδιώματος (4 x 109 βάσεις). Επιτρέπει την ανίχνευση μεταλλάξεων και πολυμορφισμών που επηρεάζουν τόσο τις κωδικοποιούσες περιοχές των γονιδίων, όσο και το υπόλοιπο γονιδίωμα (98-99%) που περιλαμβάνει ρυθμιστικές αλληλουχίες με κρίσιμο ρόλο στη σωστή έκφραση των γονιδίων αλλά και μεταγραφόμενες αλληλουχίες που κωδικοποιούν για μη-μεταφραζόμενα μόρια RNA που παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στη γονιδιακή έκφραση, όσο και στη διεκπεραίωση σημαντικών κυτταρικών διαδικασιών.
-
- Οι μέθοδοι μαζικής ανάλυσης γονιδιώματος συστήνονται πλέον στην Αμερική ως πρώτης γραμμής διαγνωστικός έλεγχος σε νεογνά που εμφανίζουν βαρύνουσας σημασίας και υψηλής κρισιμότητας νόσο αγνώστου αιτιολογίας (π.χ. σπασμούς) και νοσηλεύονται σε μονάδες νεογνικής εντατικής θεραπείας. Η εφαρμογή τους οδηγεί εμπεριστατωμένα σε ταχύτερη διάγνωση της υποβόσκουσας παθολογίας, εφόσον αυτή είναι γενετικής φύσεως, παρέχοντας τις συνθήκες για έγκαιρη εφαρμογή στοχευμένων θεραπειών που μπορεί να είναι σωτήριες για τη βιωσιμότητα και ευζωία των παιδιών, ενώ οδηγούν και σε σημαντική μείωση του χρόνου νοσηλείας των νεογνών και των συνολικών καταβαλλόμενων δαπανών. Πρωταρχικές μελέτες έχουν δείξει ότι η εφαρμογή μεθόδων μαζικής ανάλυσης γονιδιώματος σε βαρέως ασθενούντα νεογνά, θα οδηγήσει σε διάγνωση στο 1/3 από αυτά, εκ των οποίων 25% θα επωφεληθούν από την έγκαιρη εφαρμογή στοχευμένης θεραπείας.
- Δείγμα: περιφερικό αίμα σε EDTA/στοματικό επίχρισμα (WES), περιφερικό αίμα σε EDTA (WGS).
- Χρόνος απάντησης: 25-35 εργάσιμες ημέρες (WES, average κάλυψη 100Χ), 40-50 εργάσιμες ημέρες (WGS, average κάλυψη 30Χ).
