ΜΕΤΑΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 5 Έλεγχος Γενετικών-Προδιαθεσικών Δεικτών Πολυπαραγοντικών Νοσημάτων
  • Η πλειοψηφία των νοσογόνων καταστάσεων που εκδηλώνονται κατά την ενήλικη ζωή ανήκουν στην κατηγορία των λεγόμενων πολυπαραγοντικών νοσημάτων, όπου, όπως υποδηλώνεται και από το όνομα τους, περισσότεροι του ενός αιτιογόνοι παράγοντες πρέπει να συνυπάρξουν για την ανάπτυξη και εκδήλωση της παθολογίας τους. Οι παράγοντες αυτοί διακρίνονται αδρά σε γενετικούς-κληρονομικούς, περιβαλλοντικούς και επιδημιολογικούς, με τους πρώτους να συνιστούν γενετικές παραλλαγές τους ανθρώπινου γονιδιώματος που προδιαθέτουν για ανάπτυξη παθογόνων καταστάσεων, τους δεύτερους να περιλαμβάνουν παράγοντες κινδύνου που έχουν να κάνουν με τον τρόπο ζωής των ανθρώπων (π.χ. έκθεση σε τοξικά/μολυσματικά/τραυματικά/στρεσογόνα ερεθίσματα) και τη διατροφή τους και τους τελευταίους να αντιπροσωπεύονται κατά κύριο λόγω από τη βιολογική διαδικασία της γήρανσης, καθώς είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία των πολυπαραγοντικών νοσημάτων συνιστούν ασθένειες της μέσης και προχωρημένης ηλικίας, η επίπτωση των οποίων έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια λόγω αύξησης του ανθρώπινου προσδόκιμου ζωής.
  • Η κατηγορία των πολυπαραγοντικών νοσημάτων περιλαμβάνει τις πλέον συχνές ασθένειες τις ενήλικης ζωής, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις αγγειακές νόσους (π.χ. καρδιαγγειακά νοσήματα, αγγειοεγκεφαλικά νοσήματα, θρομβοεμβολικά νοσήματα), νευροεκφυλιστικές νόσους (π.χ. Alzheimer, Parkinson), νεοπλασματικές νόσους (π.χ. καρκίνος), μεταβολικά νοσήματα (π.χ. διαβήτης, μεταβολικό σύνδρομο, αναιμίες), αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ. φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, ρευματοειδή αρθρίτιδα, πολλαπλή σκλήρυνση), νευροψυχιατρικά νοσήματα (π.χ. κατάθλιψη, σχιζοφρένεια).
  • Η αλματώδης πρόοδος στον τομέα της γενετικής τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στην καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας του γονιδιώματος και της επίδρασης αυτού στην έκφραση διαφόρων παθολογικών και μη φαινοτύπων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει ταυτοποιηθεί πληθώρα γενετικών παραγόντων-κινδύνου που προδιαθέτουν για την ανάπτυξη των παραπάνω παθολογιών, αλλά και για την τροποποίηση της βαρύτητας έκφρασης τους, ενώ με τη συνεχή ανάπτυξη και βελτίωση των μεθόδων μοριακής βιολογίας, η λίστα αυτή ολοένα και αυξάνεται σε μέγεθος και αξιοπιστία. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου αφορούν κατά κύριο λόγω μεταλλάξεις που επηρεάζουν την ποιοτική ή ποσοτική έκφραση γονιδίων, ωστόσο μεγάλο μέρος αυτών αφορούν και περιοχές του γονιδιώματος στις οποίες δεν έχει αποδοθεί ακόμα κάποια γνωστή λειτουργία. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, πολλοί διαφορετικοί γενετικοί δείκτες έχουν βρεθεί να δρουν συνεργατικά στην αύξηση του κινδύνου ενός ατόμου για μία συγκεκριμένη παθολογία, ενώ η μεμονωμένη επίδραση του καθενός θεωρείται ήπια έως μηδαμινή, γεγονός που προϋποθέτει τη συνύπαρξη σημαντικού αριθμού αυτών στο γονιδίωμα ενός ατόμου για την απόδοση μίας υπολογίσιμης αύξησης του κινδύνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν αναπτυχθεί ειδικά γενετικά τεστ, στα οποία η συγκεντρωτική επίδραση των αναλυόμενων γενετικών δεικτών στην αύξηση ή μη του κινδύνου ενός ατόμου για την εξεταζόμενη παθολογία εκτιμάται από τον υπολογισμό του λεγόμενου Polygenic Risk Score (PRS). Γενετικά τεστ αυτής μορφής έχουν αναπτυχθεί για καρδιαγγειακά νοσήματα (π.χ. έμφραγμα του μυοκαρδίου), νευροψυχιατρικά νοσήματα (π.χ. καταθλιπτικές/αγχωτικές διαταραχές), μεταβολικά νοσήματα (π.χ. μεταβολικό σύνδρομο), αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα) και νεοπλασματικές ασθένειες (π.χ. καρκίνος του μαστού). Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις νοσημάτων, όπου η επίδραση μεμονωμένων γενετικών δεικτών αυξάνει σημαντικά το ρίσκο για ανάπτυξη αυτών και στις οποίες η ανεξάρτητη ανάλυση τους έχει ιδιαίτερη κλινική σημασία για έναν εξεταζόμενο. Κλασσικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας είναι διάφορες νευροεκφυλιστικές ασθένειες (π.χ. Alzheimer), αγγειακά νοσήματα (π.χ. θρομβοεμβολικές νόσοι), αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ. κοιλιοκάκη) και νεοπλασματικά νοσήματα (π.χ. γυναικολογικοί καρκίνοι).
  • Το εργαστήριο μας είναι σε θέση να ελέγξει οποιοδήποτε μεμονωμένο γενετικό δείκτη κινδύνου για τον οποίο υπάρχει εμπεριστατωμένη επιστημονική συσχέτιση με κάποιο νόσημα, ενώ δύναται να παρέχει και γενετικά τεστ εκτίμησης κινδύνου για διάφορες πολυπαραγοντικές ασθένειες, τόσο μέσω ιδίας διεξαγωγής αυτών, όσο και μέσω παροχής τους από τρίτα συνεργαζόμενα εργαστήρια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθες περιπτώσεις:
    • Έλεγχος αντιγόνων ιστοσυμβατότητας (HLA) που προδιαθέτουν για ανάπτυξη αυτοάνοσων ρευματικών νοσημάτων: Γενετικός έλεγχος με την τεχνική της real-time PCR για την ποιοτική ανίχνευση αλληλομόρφων της ομάδας αντιγόνου ιστοσυμβατότητας HLA-B27, που προδιαθέτουν για την ανάπτυξης ρευματικών νοσημάτων, όπως αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, αντιδραστική αρθρίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα, νεανική αρθρίτιδα που σχετίζεται με ενθεσίτιδα, οξεία πρόσθια ραγοειδίτιδα, νόσο Behçet και φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (IBD). Ο έλεγχος συστήνεται σε άτομα που εκδηλώνουν κλινική εικόνα συμβατή με τα παραπάνω νοσήματα, προκειμένου να ενισχύσει ή να αποδυναμώσει μία διάγνωση (π.χ. ≈90% των ασθενών με αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα είναι φορείς αλληλομόρφου HLA-B27).
    • Έλεγχος αντιγόνων ιστοσυμβατότητας (HLA) που προδιαθέτουν για ανάπτυξη δυσανεξίας στη γλουτένη (κοιλιοκάκη): Γενετικός έλεγχος με τη μέθοδο του υβριδισμού σε ιχνηθέτες ακινητοποιημένους σε μεμβράνη (StripAssay) για την ποιοτική και ποσοτική ανίχνευση αλληλομόρφων του συστήματος HLA που κωδικοποιούν για τους οροτύπους HLA-DQ2 και HLA-DQ8, οι οποίοι είναι σχεδόν απαραίτητοι για την εκδήλωση κοιλιοκάκης. Ο έλεγχος συστήνεται σε άτομα με κλινικά (π.χ. γαστρεντερολογικά συμπτώματα), ανοσολογικά (π.χ. αυτοαντισώματα κοιλιοκάκης), ή ιστολογικά (π.χ. βιοψία δωδεκαδάκτυλου) κριτήρια συμβατά με τη νόσο, προκειμένου να ενισχυθεί ή να απορριφθεί η διάγνωση της (90-95% των ασθενών είναι φορείς του οροτύπου HLA-DQ2 και το υπόλοιπο 5-10% είναι φορείς του οροτύπου HLA-DQ8).
    • Έλεγχος γενετικών δεικτών προδιάθεσης για την ανάπτυξη θρομβωτικών και αγγειακών νοσημάτων: Γενετικός έλεγχος με τη μέθοδο του υβριδισμού σε ιχνηθέτες ακινητοποιημένους σε μεμβράνη (StripAssay) για την ποιοτική και ποσοτική ανίχνευση 13 γονιδιακών μεταλλάξεων/πολυμορφισμών που προδιαθέτουν για την ανάπτυξη θρομβωτικών και αγγειακών παθήσεων (π.χ. φλεβική θρόμβωση εν τω βάθει, πνευμονική εμβολή, ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, αθηροσκλήρωση).
    • Έλεγχος γενετικού δείκτη προδιάθεσης για την ανάπτυξης άνοιας Alzheimer: Γενετικός έλεγχος με τη μέθοδο της real-time PCR για την ποιοτική και ποσοτική ανίχνευση του αλληλομόρφου APOE4 που αποτελεί τον καλύτερα περιγραφόμενο γενετικό δείκτη κινδύνου για ανάπτυξη νόσου Alzheimer (60-85% των ασθενών είναι φορείς του αλληλομόρφου APOE4 και 20-25% των φορέων του εν λόγω δείκτη αναπτύσσουν νόσο Alzheimer).
    • Έλεγχος γενετικών δεικτών προδιάθεσης για την ανάπτυξη νεοπλασίας: Γενετικός έλεγχος μεμονωμένων γονιδίων (sequencing ± MLPA), πολυγονιδιακών panels (NGS) ή PRS (WGS) για εκτίμηση της προδιάθεσης ανάπτυξης κακοηθειών, όπως γυναικολογικοί καρκίνοι (π.χ. μαστού, ωοθηκών, ενδομητρίου), καρκίνοι του γαστρεντερικού (π.χ. παχέος εντέρου, παγκρέατος, στομάχου), καρκίνος του προστάτη, καρκίνος του θυρεοειδούς και μελανώματος (βλέπε Ογκογενετική).
  • Η διερεύνηση γενετικών-προδιαθεσικών δεικτών πολυπαραγοντικών νοσημάτων συνίσταται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
  • Οικογένειες με υψηλή επίπτωση ενός πολυπαραγοντικού νοσήματος, για εκτίμηση του κινδύνου εμφάνισης αυτού και σε μη-προσβεβλημένα μέλη ή μελλοντικούς απογόνους.
  • Οικογένειες με νόσημα, έστω και χαμηλής επίπτωσης, για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες έγκαιρες επεμβάσεις (π.χ. διατροφολογικές, φαρμακευτικές) που τροποποιούν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης αυτού, για πρόληψη των μη-προσβεβλημένων μελών.
  • Οικογένειες με νόσημα υψηλής νοσηρότητας ή/και θνησιμότητας, ακόμα και ελλείψει αποτελεσματικών προληπτικών στρατηγικών έναντι αυτού, αλλά με καλύτερες πιθανότητες αντιμετώπισης του επί έγκαιρης διαγνώσεως, με σκοπό την εκτίμηση του κινδύνου μελλοντικής εμφάνισης του σε μη-προσβεβλημένα μέλη για αυξημένη επαγρύπνηση αυτών μέσω τακτικών διαγνωστικών εξετάσεων.
    • Δείγμα: περιφερικό αίμα σε EDTA.
    • Χρόνος απάντησης: 5-40 εργάσιμες ημέρες (ανάλογα του εξεταζόμενου δείκτη/τεστ).